αμφιβουλος

αμφιβουλος
    ἀμφίβουλος
    ἀμφί-βουλος
    2
    колеблющийся, нерешительный
    

ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. — не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμφιβουλος" в других словарях:

  • αμφίβουλος — ἀμφίβουλος, ον (Α) αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βουλή] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίβουλος — double minded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»